ἀνακλάσεως

ἀνακλάσεως
ἀνακλάσεω̆ς , ἀνάκλασις
a bending back
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • ανακλασίμετρο — το τεχνολ. φωτοηλεκτρικό όργανο για τη μέτρηση τού συντελεστή ανακλάσεως επιφανειών …   Dictionary of Greek

  • ανακλαστικότητα — η (Φυσ.) η ιδιότητα που έχουν ορισμένα σώματα να ανακλούν κύματα ή σωματίδια. Μέτρο τής ανακλαστικότητας αποτελεί ο συντελεστής ανακλάσεως …   Dictionary of Greek

  • καλειδοσκόπιο — Συσκευή που επινόησε ο Σκοτσέζος φυσικός Ντέιβιντ Μπριούστερ, ως εφαρμογή των κατόπτρων με γωνία. Ο απλούστερος τύπος αποτελείται από έναν κυλινδρικό σωλήνα από χαρτόνι, όπου είναι τοποθετημένα δύο ορθογώνια επίπεδα κάτοπτρα που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”